- ἐξέφυγεν
- ἐκφεύγωaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… … Dictionary of Greek
χλαμύδιο — το / χλαμύδιον, ΝΜΑ [χλαμύς, ύδος] νεοελλ. 1. βοτ. το απλό ή διπλό περιάνθιο ενός άνθους 2. στον πληθ. τα χλαμύδια α) βοτ. τα υμενώδη περιβλήματα τού σπέρματος τών φυτών β) (μικρβλ.) ομάδα ή, κατ άλλους, τάξη αρνητικών κατά Γκραμ παρασιτικών… … Dictionary of Greek